εκπατρίζω — 1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα 2. ( ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μου β) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι … Dictionary of Greek
ξεσπιτώνω — 1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του 2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω 3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι αλλάζω τόπο… … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — εκτόπισα, εκτοπίστηκα, εκτοπισμένος, μτβ. 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τη θέση του, που την παίρνω εγώ: Ο εχθρός εκτοπίστηκε από τα χαρακώματα. 2. μτφ., παραμερίζω, βάζω στην άκρη: Το βαλς δεν εκτοπίστηκε από κανένα χορό. 3. επιβάλλω την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξορίζω — εξόρισα, εξορίστηκα, εξορισμένος, μτβ. 1. διώχνω κάποιον έξω από τα όρια της πατρίδας του, τον εκπατρίζω. 2. εκτοπίζω κάποιον σε τόπο μακρινό, αλλά μες στα όρια της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)